- συνευδοκοῦσι
- συνευδοκέωjoin in approvingpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)συνευδοκέωjoin in approvingpres ind act 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνευδοκώ — έω, ΜΑ 1. συναινώ, συμφωνώ με κάποιον άλλον για κάτι («συνευδοκούντων Ῥωμαίων παρέδωκαν αὐτούς», Πολ.) 2. δείχνω συμπάθεια σε κάποιον («συνευδοκοῡσι τοῑς πάσχουσι», ΚΔ) μσν. συμμετέχω («ἔλαβε... σῶμα... ἵνα ἐν αὐτῷ συνευδοκήσῃ τοῡ παθεῑν», Επιφάν … Dictionary of Greek